-
1 сердечный
сердечный Ί) καρδιακός* \сердечный приступ η καρδιακή κρίση* \сердечныйая недостаточность η καρδιακή ανεπάρκεια 2) (задушевный) εγκάρδιος, θερμός* * *1) καρδιακόςсерде́чный при́ступ — η καρδιακή κρίση
серде́чная недоста́точность — η καρδιακή ανεπάρκεια
2) ( задушевный) εγκάρδιος, θερμός -
2 сердечный
επ.1. καρδιακός, της καρδιάς•-припадок καρδιακή κρίση•
-ые болезни καρδιακά νοσήματα, καρδιακές παθήσεις•
-ая мышца το μυοκάρδιο•
сердечный невроз καρδιοσκλήρωση.
|| της καρδιάς, για την καρδιά•-ые лекарства φάρμακα για την καρδιά..
2. εγκάρδιος, θερμός, γκαρδιακός, επιστήθιος• καρδιοστάλαχτος•-ые поздравления εγκάρδια συγχαρητήρια•
друг φίλος γκαρδιακός ή επιστήθιος•
сердечный разговор εγκάρδια συνομιλία.
|| ειλικρινής•-ая благодарность ειλικρινής ευγνωμοσύνη•
характер ειλικρινής χαρακτήρας•
сердечный человек ανοιχτόκαρδος άνθρωπος.
3. ουσ. сердечный κ. серде-шный α., -чная κ. -шная θ. δυστυχής, κακόμοιρος, -η καψαρός, -ή• φουκαράς, -ιάρα. -
3 сердечный
сердечн||ыйпр-ил.1. (относящийся к сердцу, тж. анат.) καρδιακός:\сердечныйая болезнь τό καρδιακό νόσημα· \сердечныйый припадок ἡ καρδιακή κρίση, ὁ καρδιακός παροξυσμός· \сердечныйая мклшца τό μυοκάρδιον \сердечныйый больной ὁ καρδιακός, ὁ καρδιοπαθής·2. (искренний) ἐγκάρδιος, ἐπιστήθιος, εἰλικρινής:\сердечныйый друг καρδιακός φίλος, ἐπιστήθιος φίλος· \сердечныйое поздравление τό ἐγκάρδιο συγχαρητήριο. -
4 приступ
(болезни) η κρίση, η προσβολή, ο παροξυσμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > приступ
-
5 припадок
припад||окм ἡ κρίση, ὁ παροξυσμός:сердечный \припадок ἡ καρδιακή προσβολή· \припадок гнева ἡ ἔξαψη ὁργής. -
6 приступ
приступм1. (болезни, тж. гнева и т. п.) ἡ κρίση [-ις], ἡ προσβολή, ὁ παροξυσμός:\приступ лихорадки ὁ παροξυσμός πυρετοῦ, ἡ θερμασιά· \приступ бо́ли ὁ ὁξύς πόνος, ἡ σουβλιά· \приступ кашля ὁ δυνατός βήχας, ὁ παροξυσμός βηχός· сердечный \приступ ἡ καρδιακή προσβολή, ἡ κρίση τής καρδίας·2. воен. ἡ ἐπίθεση [-ις], ἡ ἐφοδος:идти́ на \приступ κά(μ)νω ἔφοδον взять \приступом παίρνω μ' Εφοδο. -
7 приступ
-а α.1. παλ. αρχή, έναρξη2. παλ. εισαγωγή (σε λόγο, έργο κ.τ.τ.).3. παροξυσμός, κρίση•приступ лихорадки παροξυσμός πυρετού•
приступ кашля παροξυσμός βήχα, υλακώδης βήχας•
сердечный приступ καρδιακή κρίση.
4. πλησίαση, σίμωμα, ζύγωμα, προσέγγιση.5. (στρατ.) έφοδος•взять -ом παίρνω με έφοδο.
εκφρ.- у нет – είναι απρόσιτο (πανάκριβο) ή είναι απρόσιτος (δεν μπορείς να επικοινωνήσεις).